νήστιδα

νήστιδα
η (Α νῆστις, -ιος και -ιδος)
ανατ. το τμήμα τού λεπτού εντέρου μετά το δωδεκαδάκτυλο, μήκους 1,40 περίπου μέτρων, το οποίο μεταπίπτει χωρίς σαφή όρια στον ειλεό και που έλαβε την ονομασία αυτή επειδή, κατά τον Γαληνό, στα πτώματα «διὰ παντὸς εὑρίσκεται κενόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. νήστις (ΙΙ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • λακτάση — Ένζυμο που αποτελεί συστατικό των πεπτικών υγρών μερικών ζώων. Βρίσκεται στη νήστιδα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου και βοηθά στην υδρόλυση του γαλακτοσακχάρου (λακτόζη) σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Στον άνθρωπο, η έλλειψη του ενζύμου προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… …   Dictionary of Greek

  • νηστιδική βιοψία — Η νήστις είναι το μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου. Επειδή δεν μπορεί να εξεταστεί πλήρως με ενδοσκόπηση, χρησιμοποιείται μια ειδική κάψουλα, όταν απαιτείται η λήψη δείγματος ιστού. Αρχικά, ο εξεταζόμενος καταπίνει την κάψουλα, η οποία είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”